Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Μοναστήριον < (ελληνιστική κοινήμοναστήριον

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Μοναστήριον ουδέτερο (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο μοναστήριον)

  Μεταφράσεις επεξεργασία