↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Μέτσοβο
      γενική του Μετσόβου
Μέτσοβου
    αιτιατική το Μέτσοβο
     κλητική Μέτσοβο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μέτσοβο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Μέτσοβον < σλαβικής προέλευσης [1] медвед < πρωτοσλαβική *medvědь (αρκούδα: < *medu-ēdis < *medъ (μέλι) +‎ *(j)ěsti (τρώω) + -οβο < σλαβικής προέλευσης -ово < πρωτοσλαβική *-ovъ (κατάληξη τόπων)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈme.t͡so.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μέ‐τσο‐βο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μέτσοβο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)