μετσοβέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετσοβέλα θηλυκό
- (τυρί) είδος ημίσκληρου τυριού με ανάμεικτο πρόβειο, αγελαδινό και γίδινο γάλα, που παράγεται στο Μέτσοβο
Υπερώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετσοβέλα