Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετσοβόνε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
μετσοβόνε
<
Μέτσοβ(ο)
+
-όνε
τυρί
μετσοβόνε
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μετσοβόνε
ουδέτερο
άκλιτο
(
τυρί
)
είδος
ημίσκληρου
καπνιστού
τυριού
απ’ το
Μέτσοβο
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μετσοβόνε
στη
Βικιπαίδεια
μετσοβέλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετσοβόνε
αγγλικά
:
metsovone
(en)