-όνε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- -όνε < (άμεσο δάνειο) ιταλική -one < λατινική -onem,[1] αιτιατική ενικού τού -o < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃onh₂
Επίθημα
επεξεργασία-όνε ουδέτερο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Alberto Nocentini, Alessandro Parenti, Vocabolario della lingua italiana, l'Etimologico, εκδ. Le Monnier, 2010, λήμμα "-one"