• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πεπερόνε

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικά
      • 1.2.3 Δείτε επίσης
      • 1.2.4 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπερόνε < ιταλική peperone < λατινική piper < αρχαία ελληνική πέπερι (αντιδάνειο) < σανσκριτική पिप्पलि (pippali) < पिप्पल (píppala)

Επίθετο

επεξεργασία

πεπερόνε άκλιτο

  1. (γαστρονομία) που περιέχει (καυτερή) πιπεριά ή πιπέρι
  2. (γαστρονομία) πικάντικο σαλάμι, που έχει παρασκευαστεί από χοιρινό ή βόειο κρέας και καρυκευτεί με πιπέρι (τσίλι) ή πάπρικα

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • πεπερόνι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη πιπέρι

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • πεπερόνι στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    είδος σαλαμιού
  • αγγλικά : pepperoni (en)
  • γαλλικά : pepperoni (fr), peppéroni (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πεπερόνε&oldid=5715313"
Τελευταία επεξεργασία στις 28 Ιουλίου 2023, στις 05:35

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 28 Ιουλίου 2023, στις 05:35.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας