πεπερόνε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεπερόνε < ιταλική peperone < λατινική piper < αρχαία ελληνική πέπερι (αντιδάνειο) < σανσκριτική पिप्पलि (pippali) < पिप्पल (píppala)
Επίθετο επεξεργασία
πεπερόνε άκλιτο
- (γαστρονομία) που περιέχει (καυτερή) πιπεριά ή πιπέρι
- (γαστρονομία) πικάντικο σαλάμι, που έχει παρασκευαστεί από χοιρινό ή βόειο κρέας και καρυκευτεί με πιπέρι (τσίλι) ή πάπρικα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πιπέρι
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πεπερόνι στη Βικιπαίδεια