Μέτσοβον
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Μέτσοβον | ||
γενική | τοῦ | Μετσόβου | ||
δοτική | τῷ | Μετσόβῳ | ||
αιτιατική | τὸ | Μέτσοβον | ||
κλητική ὦ! | Μέτσοβον | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μέτσοβον < σλαβικής προέλευσης медвед < πρωτοσλαβική *medvědь (αρκούδα: < *medu-ēdis < *medъ (μέλι) + *(j)ěsti (τρώω) + σλαβικής προέλευσης -ово < πρωτοσλαβική *-ovъ (κατάληξη τόπων)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜέτσοβον ουδέτερο