Μέτσοβον
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός |
---|---|
Ονομαστική | Μέτσοβον |
Γενική | Μετσόβου |
Δοτική | Μετσόβῳ |
Αιτιατική | Μέτσοβον |
Κλητική | Μέτσοβον |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Μέτσοβον < σλαβική медвед < πρωτοσλαβική *medvědь (αρκούδα: < *medu-ēdis < *medъ (μέλι) + *(j)ěsti (τρώω) + σλαβική -ово < πρωτοσλαβική *-ovъ (κατάληξη τόπων)
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Μέτσοβον ουδέτερο