Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μετσοβίτικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μετσοβίτικ
ος
η
μετσοβίτικ
η
το
μετσοβίτικ
ο
γενική
του
μετσοβίτικ
ου
της
μετσοβίτικ
ης
του
μετσοβίτικ
ου
αιτιατική
τον
μετσοβίτικ
ο
τη
μετσοβίτικ
η
το
μετσοβίτικ
ο
κλητική
μετσοβίτικ
ε
μετσοβίτικ
η
μετσοβίτικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μετσοβίτικ
οι
οι
μετσοβίτικ
ες
τα
μετσοβίτικ
α
γενική
των
μετσοβίτικ
ων
των
μετσοβίτικ
ων
των
μετσοβίτικ
ων
αιτιατική
τους
μετσοβίτικ
ους
τις
μετσοβίτικ
ες
τα
μετσοβίτικ
α
κλητική
μετσοβίτικ
οι
μετσοβίτικ
ες
μετσοβίτικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μετσοβίτικος
<
Μέτσοβ(ο)
+
-ίτικος
Επίθετο
επεξεργασία
μετσοβίτικος
που έχει
σχέση
με το
Μέτσοβο
, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτό
Άλλες μορφές
επεξεργασία
μετσόβιος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
Μέτσοβο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μετσοβίτικος
→
δείτε
τη λέξη
μετσόβιος