Καραγκούνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɡu.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐γκού‐νης
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Καραγκούνης < καρα- / τουρκική kara + αλβανική gunë (κάπα, επενδύτης).(Χρειάζεται τεκμηρίωση…). Κατά το Λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη[1] και το Λεξικό Μπαμπινιώτη[2], άγνωστης ετυμολογίας. Δείτε και γούνα, τη λατινική gunna.
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καραγκούνης αρσενικό (θηλυκό Καραγκούνα ή Καραγκούνισσα)
- (πατριδωνυμικό, παρωχημένο) μέλος της αρβανιτοβλάχικης γλωσσικής κοινότητας στην Ακαρνανία
- (πατριδωνυμικό) Θεσσαλός γεωργοκτηνοτρόφος της περιοχής των Τρικάλων και της Καρδίτσας
Συγγενικά επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
- Ριμένος (αρβανιτόβλαχος της Ακαρνανίας)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Καραγκούνης
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Καραγκούνης < πατριδωνυμικό Καραγκούνης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Καραγκούνης αρσενικό (θηλυκό Καραγκούνη)
Άλλες γραφές επεξεργασία
- Καραγγούνης (σπανιότερο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Γιώργος Καραγκούνης στη Βικιπαίδεια (γενν. 1977), Έλληνας ποδοσφαιριστής
Μεταγραφές επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ καραγκούνα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές επεξεργασία
- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]