γεωργοκτηνοτρόφος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γεωργοκτηνοτρόφος < γεωργ(ός) + -ο- + κτηνοτρόφος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γεωργοκτηνοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) γεωργός και κτηνοτρόφος
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωργοκτηνοτρόφος
|