Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ριμένος οι Ριμένοι
      γενική του Ριμένου των Ριμένων
    αιτιατική τον Ριμένο τους Ριμένους
     κλητική Ριμένε Ριμένοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Ριμένος < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική rimen + -ος < λατινική Romanus < Roma

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρι‐μέ‐νος

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Ριμένος αρσενικό (θηλυκό Ριμένα)

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία