Δείτε επίσης: Καραγκούνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καραγκούνα οι καραγκούνες
      γενική της καραγκούνας
    αιτιατική την καραγκούνα τις καραγκούνες
     κλητική καραγκούνα καραγκούνες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καραγκούνα < Καραγκούνης +

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɡu.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐ρα‐γκού‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καραγκούνα θηλυκό

  1. θηλυκό του καραγκούνης
     συνώνυμα: καραγκούνισσα
  2. (χορός) είδος χορού
  3. (συνεκδοχικά) η στολή των καραγκούνηδων

Άλλες γραφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία