Ζωή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ζωή | οι | Ζωές |
γενική | της | Ζωής | των | Ζωών |
αιτιατική | τη | Ζωή | τις | Ζωές |
κλητική | Ζωή | Ζωές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζωή ως όνομα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ζωή < αρχαία ελληνική ζωή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zoˈi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζω‐ή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖωή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Ζωή
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζωή ως όνομα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Ζωή < αρχαία ελληνική ζωή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖωή θηλυκό
- γυναικείο όνομα, η Ζωή
- ※ 11ος αιώνας, ⌘ Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, 6.151
- Ἔξωρος ἤδη πρὸς συνουσίαν ἀνδρὸς ἡ βασιλὶς καθειστήκει Ζωὴ, τῷ δέ γε βασιλεῖ τὰ τῆς ἐπιθυμίας ἐφλέγμαινεν· ἤδη γὰρ καὶ ἡ Σεβαστὴ τούτῳ τετελευτήκει, καὶ ὀαρισταίνων περὶ τὸν ἔρωτα ἐπὶ πολλὰς πεπλάνητο φαντασίας καὶ ἀνατυπώσεις ἀτόπους·
- ※ Περὶ τῶν φυσικῶν ἰδιωμάτων τῆς βασιλίδος Ζωῆς (Μιχαήλ Ψελλός, 1018 - 1078, Χρονογραφία/ΣΤ, Τόμος Έκτος, Ζωή και Θεοδώρα – Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος)
- ※ 11ος αιώνας, ⌘ Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, 6.151
Πηγές
επεξεργασία- Ζωή - ⌘PLP - Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit [Προσωπογραφικό λεξικό της εποχής των Παλαιολόγων] (1261-1453) στα γερμανικά. Επιμ. ⌘ Trapp, Erich, Österreichische Akademie der Wissenschaften (ÖAW, Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών), τόμοι 15, 1976‑1995 (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ζωή | αἱ | Ζωαί | ||||
γενική | τῆς | Ζωῆς | τῶν | Ζωῶν | ||||
δοτική | τῇ | Ζωῇ | ταῖς | Ζωαῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | Ζωήν | τὰς | Ζωᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | Ζωή | Ζωαί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ζωᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ζωαῖν | ||||||
Μαρτυρείται στον ενικό. | ||||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζωή, ήδη από τον 3ο αιώνα πκε ως όνομα στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα < (μεταφραστικό δάνειο) εβραϊκή חַוָּה (ḥawwā, Εύα) < αρχαία ελληνική ζωή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖωή, -ῆς θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- γυναικείο όνομα, η Ζωή
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Γένεσις, 3.20
- καὶ ἐκάλεσεν Ἀδὰμ τὸ ὄνομα τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Ζωή, ὅτι αὕτη μήτηρ πάντων τῶν ζώντων.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Γένεσις, 3.20
Πηγές
επεξεργασία(Χρειάζεται επεξεργασία)