Ζωίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ζωίτσα | οι | Ζωίτσες |
γενική | της | Ζωίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Ζωίτσα | τις | Ζωίτσες |
κλητική | Ζωίτσα | Ζωίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ζωίτσα < Ζω(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zoˈi.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζω‐ί‐τσα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖωίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ζωή
Ζωίτσα
|