Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φοιτητής οι φοιτητές
      γενική του φοιτητή των φοιτητών
    αιτιατική τον φοιτητή τους φοιτητές
     κλητική φοιτητή φοιτητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοιτητής < αρχαία ελληνική φοιτητής ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική étudiant [1] ) < φοιτάω / φοιτῶ, φοιτη- + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fi.tiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φοι‐τη‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοιτητής αρσενικό (θηλυκό φοιτήτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τη λέξη φοιτώ

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία