student
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
student (en)
Κροατικά (hr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
student (hr) αρσενικό
- ο σπουδαστής
- ο φοιτητής
Πολωνικά (pl)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
student < studium
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
student (pl) αρσενικό
- ο σπουδαστής
- ο φοιτητής
Επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη studia
Ρουμανικά (ro)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
student (ro) αρσενικό
- ο φοιτητής
ΚλίσηΕπεξεργασία
κλίση του student
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un student | studentul | nişte studenți | studențiilor |
γενική | a unui student | studentului | a unor studenți | studențiilor |
δοτική | a unui student | studentului | a unor studenți | studențiilor |
αιτιατική | un student | studentul | nişte studenți | studențiilor |
κλητική | — | - | — | - |
Σερβικά (sr)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
student (sr)
- λατινική γραφή του студент
Τσεχικά (cs)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
student (cs) αρσενικό
- ο σπουδαστής
- ο φοιτητής