ενικός         πληθυντικός  
student students

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

student (en)

  1. ο φοιτητής, η φοιτήτρια, ο σπουδαστής, η σπουδάστρια, ένα άτομο που σπουδάζει σε πανεπιστήμιο ή κολέγιο
    ⮡  a student’s apology to the disciplinary board - απολογία φοιτητή στο πειθαρχικό συμβούλιο
    ⮡  a college student - σπουδαστής κολεγίου
    ⮡  In my student years, I worked at a bar.
    Στα φοιτητικά μου χρόνια δούλευα σε ένα μπαρ.
  2. ο μαθητής, η μαθήτρια, ο σπουδαστής, η σπουδάστρια, άτομο που σπουδάζει σε οποιοδήποτε σχολείο
    ⮡  an elementary/middle/high school student - μαθητής του δημοτικού/του γυμνασίου/του λυκείου
    ⮡  a student at a dance school - σπουδάστρια σε σχολή χορού
  3. (επίσημο) ο μελετητής, η μελετήτρια, ένα άτομο που ενδιαφέρεται πολύ για ένα συγκεκριμένο θέμα
    ⮡  a student of the modern Greek language - μελετητής της νεοελληνικής γλώσσας



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

student (hr) αρσενικό

  1. ο σπουδαστής
  2. ο φοιτητής



  Ετυμολογία

επεξεργασία

student < studium

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈstudɛ̃nt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

student (pl) αρσενικό

  1. ο σπουδαστής
  2. ο φοιτητής

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη studia



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

student (ro) αρσενικό



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

student (sr)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

student (cs) αρσενικό

  1. ο σπουδαστής
  2. ο φοιτητής