μελετήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.leˈti.tɾi.a/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μελετήτρια θηλυκό
- → δείτε τη λέξη μελετητής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μελετήτρια
|