étudiant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- étudiant < étudier
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étudiant | étudiants |
θηλυκό | étudiante | étudiantes |
étudiant (fr) αρσενικό
- Le mouvement étudiant prend de l'ampleur. Το φοιτητικό κίνημα μεγαλώνει.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | étudiant | étudiants |
θηλυκό | étudiante | étudiantes |
étudiant (fr) αρσενικό
- ο φοιτητής
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαétudiant (fr)
- από το ρήμα étudier
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη étudier