Ετυμολογία

επεξεργασία
étudiant < étudier

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ty.djɑ̃/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό étudiant étudiants
θηλυκό étudiante étudiantes

étudiant (fr) αρσενικό

Le mouvement étudiant prend de l'ampleur. Το φοιτητικό κίνημα μεγαλώνει.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό étudiant étudiants
θηλυκό étudiante étudiantes

étudiant (fr) αρσενικό

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

étudiant (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  étudier