φοιτητόθεν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φοιτητόθεν < φοιτητ(ής) (ή φοιτήτ(ρια) ) + ο + -θεν • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίρρημα
επεξεργασίαφοιτητόθεν
- (λόγιο, σπάνιο) από την εποχή που κάποιος (κάποια) ήταν φοιτητής (φοιτήτρια), από τα φοιτητικά χρόνια της ζωής ενός προσώπου
- ※ Λαθραναγνώνω με σύστημα φοιτητόθεν και εξακολουθώ να το πράττω (μετά μεγαλύτερης μανίας τώρα). Θες σε βιβλιοπωλεία, θες σε περίπτερα, θες σε ψιλικατζίδικα… όπου βρω υλικό
- Φώντας Τρούσας, «Ο Μάνος Χατζιδάκις στο Ποντίκι: ρατ ρατ …», Δισκορυχείον (28 Σεπτεμβρίου 2012)· πρόσβαση: 2020-09-22.
- ※ Ακόμη θυμάμαι πόσο με συνάρπαζαν φοιτητόθεν τα άρθρα του στο Βήμα της Κυριακής (Νίκος Δήμου - oι δρόμοι μου, η επιτυχία του να είσαι σκεπτικός ως έλληνας mic.gr, 31/01/2005 [1])
- ※ Λαθραναγνώνω με σύστημα φοιτητόθεν και εξακολουθώ να το πράττω (μετά μεγαλύτερης μανίας τώρα). Θες σε βιβλιοπωλεία, θες σε περίπτερα, θες σε ψιλικατζίδικα… όπου βρω υλικό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φοιτητόθεν
|