μυελός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μυελός | οι | μυελοί |
γενική | του | μυελού | των | μυελών |
αιτιατική | τον | μυελό | τους | μυελούς |
κλητική | μυελέ | μυελοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μυελός < αρχαία ελληνική μυελός
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μυελός αρσενικό
- (ανατομία) μαλακή παχύρρευστη ουσία που βρίσκεται κυρίως στο εσωτερικό των οστών
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιπολιομυελιτικός
- εγκεφαλομυελίτιδα
- μυελικός
- οστεομυελίτιδα
- πολιομυελίτιδα
- πολιομυελιτικός
- → δείτε τη λέξη μυαλό
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- μυελός στη Βικιπαίδεια