↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπολιομυελιτικός η αντιπολιομυελιτική το αντιπολιομυελιτικό
      γενική του αντιπολιομυελιτικού της αντιπολιομυελιτικής του αντιπολιομυελιτικού
    αιτιατική τον αντιπολιομυελιτικό την αντιπολιομυελιτική το αντιπολιομυελιτικό
     κλητική αντιπολιομυελιτικέ αντιπολιομυελιτική αντιπολιομυελιτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπολιομυελιτικοί οι αντιπολιομυελιτικές τα αντιπολιομυελιτικά
      γενική των αντιπολιομυελιτικών των αντιπολιομυελιτικών των αντιπολιομυελιτικών
    αιτιατική τους αντιπολιομυελιτικούς τις αντιπολιομυελιτικές τα αντιπολιομυελιτικά
     κλητική αντιπολιομυελιτικοί αντιπολιομυελιτικές αντιπολιομυελιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπολιομυελιτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antipoliomyélitique < anti- + poliomyélitique < poliomeylite < αρχαία ελληνική πολιός + μυελός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιπολιομυελιτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία