πολιομυελιτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολιομυελιτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική poliomyélitique < poliomeylite < αρχαία ελληνική πολιός + μυελός
Επίθετο επεξεργασία
πολιομυελιτικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που έχει σχέση με την πολιομυελίτιδα ή αναφέρεται σ’ αυτή
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις πολιομυελίτιδα, πολιός και μυελός
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολιομυελιτικός αρσενικό
- (ιατρική) αυτός που πάσχει από την ασθένεια της πολιομυελίτιδας
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολιομυελιτικός