↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οστεομυελίτιδα οι οστεομυελίτιδες
      γενική της οστεομυελίτιδας των οστεομυελιτίδων
    αιτιατική την οστεομυελίτιδα τις οστεομυελίτιδες
     κλητική οστεομυελίτιδα οστεομυελίτιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
οστεομυελίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική ostéomyélite < αρχαία ελληνική ὀστέον / ὀστοῦν + μυελός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

οστεομυελίτιδα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία