μεδούλι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μεδούλι | τα | μεδούλια |
γενική | του | μεδουλιού | των | μεδουλιών |
αιτιατική | το | μεδούλι | τα | μεδούλια |
κλητική | μεδούλι | μεδούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μεδούλι < μεσαιωνική ελληνική μεδούλιον < μεδούλη < λατινική medulla (μεδούλι, μυελός) < medius (μέσος, μεσαίος) < πρωτοϊταλική *meðios < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *médʰyos < *me
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμεδούλι ουδέτερο
- ο μυελός των οστών
Συνώνυμα
επεξεργασία- σπάνιο: μεσούλι
Εκφράσεις
επεξεργασία- μέχρι το μεδούλι: ολοκληρωτικά