Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικαρπία οι επικαρπίες
      γενική της επικαρπίας των επικαρπιών
    αιτιατική την επικαρπία τις επικαρπίες
     κλητική επικαρπία επικαρπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επικαρπία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπικαρπία (κέρδος, παραγωγή) (< ἐπί + καρπός), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική usufruit[1][2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.pi.kaɾˈpi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐πι‐καρ‐πί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επικαρπία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε και τις λέξεις επί και καρπός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. επικαρπία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. επικαρπίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)