επιδεξιότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επιδεξιότητα < μεσαιωνική ελληνική ἐπιδεξιότητα < αρχαία ελληνική ἐπιδεξιότης < ἐπί + δεξιότης < δεξιός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *deḱs-
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.pi.ðe.ksiˈo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐δε‐ξι‐ό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επιδεξιότητα θηλυκό