Διώνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Διώνη | οι | Διώνες |
γενική | της | Διώνης | των | (Διωνών) |
αιτιατική | τη | Διώνη | τις | Διώνες |
κλητική | Διώνη | Διώνες | ||
Κατηγορία όπως «σκόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Διώνη < αρχαία ελληνική Διώνη
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈo.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δι‐ώ‐νη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιώνη θηλυκό
- γυναικείο όνομα
- (ελληνική μυθολογία) η μητέρα της Αφροδίτης (σύμφωνα με μια εκδοχή)
- (αστρονομία) δορυφόρος του Κρόνου
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Διώνη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Διώνη | αἱ | Διῶναι |
γενική | τῆς | Διώνης | τῶν | Διωνῶν |
δοτική | τῇ | Διώνῃ | ταῖς | Διώναις |
αιτιατική | τὴν | Διώνην | τὰς | Διώνᾱς |
κλητική ὦ! | Διώνη | Διῶναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Διώνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Διώναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Διώνη < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *Diṓnē, < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *Diwoh₃nh₂eh₂[1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιώνη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) η μητέρα της Αφροδίτης (σύμφωνα με μια εκδοχή)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Hofmann, J. B. Ἐτυμολογικόν Λεξικόν τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς. Μτφρ: Αντώνιος Δ. Παπανικολάου. Αθήνα: 1974. (Γερμανικά: Etymologisches Wörterbuch des Griechischen. Munich: R. Oldenbourg, 1949.)
Πηγές
επεξεργασία- Διώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.