Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βέρνη
      γενική της Βέρνης
    αιτιατική τη Βέρνη
     κλητική Βέρνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Αεροφωτογραφία της Βέρνης

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βέρνη < γερμανική Bern[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈveɾ.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βέρ‐νη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βέρνη θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)