Δείτε επίσης: αρβανίτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αρβανίτης οι Αρβανίτες
      γενική του Αρβανίτη των Αρβανιτών
    αιτιατική τον Αρβανίτη τους Αρβανίτες
     κλητική Αρβανίτη Αρβανίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Αρβανίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Ἀρβανίτης < Ἄρβανα (τοπωνύμιο στην Αλβανία)

  Κύριο όνομα 1 επεξεργασία

Αρβανίτης αρσενικό (θηλυκό Αρβανίτισσα)

  1. (εθνικό όνομα, παρωχημένο) ο Αλβανός
    ※  (δημοτικό, Της Δέσπως)
    Γιώργαινα, ρίξε τ᾿ ἅρματα, δὲν εἶναι ἐδῶ τὸ Σούλι.
    Ἐδῶ εἶσαι σκλάβα τοῦ πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.
  2. αυτός που κατάγεται από αλβανόφωνους πληθυσμούς οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας κατά τον 13ο-16ο αιώνα, και μιλούν τα αρβανίτικα
    Οι Αρβανίτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο κατά τη διάρκεια της Eλληνικής Επανάστασης του 1821 και έχουν ελληνική εθνική ταυτότητα. (από το άρθρο της Βικιπαίδειας)
  3. (μεταφορικά, παρωχημένο) πεισματάρης, ξεροκέφαλος
    ※  Μα ο Θεός δεν είν' Αρβανίτης και καθενούς του δίδει κατά τα εργατά του και κατά τη ψυχή του (Ιωάννης Κονδυλάκης, «Πρώτη αγάπη», στο: Πρώτη αγάπη. Διηγήματα (Χανιά: Γ. Π. Φορτσάκης, 1919), σ. 52)
     συνώνυμα: αρβανίτικο κεφάλι

Συγγενικές λέξεις επεξεργασία

→ δείτε και Αρναούτης

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Αρβανίτης < εθνικό Αρβανίτης, αλλά και ως παρωνύμιο για αυτόν που είναι επίμονος (→ δείτε αρβανίτικο κεφάλι)[1]

  Κύριο όνομα 2 επεξεργασία

Αρβανίτης αρσενικό (θηλυκό Αρβανίτη)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 30.