αλβανόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /al.vaˈno.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νό‐φω‐νος
Επίθετο
επεξεργασίααλβανόφωνος, -η, -ο
- που έχει ως μητρική ή ως κύρια γλώσσα τα αλβανικά
- ⮡ αλβανόφωνοι πληθυσμοί της Βαλκανικής
- ※ Συνεχίζονται οι ένοπλες συγκρούσεις στην αλβανόφωνη συνοικία του Κουμάνοβο
- άρθρο «ΠΓΔΜ: Αιματηρές ένοπλες συρράξεις σε αλβανόφωνη συνοικία στο Κουμάνοβο» @naftemporiki , πρόσβαση:2022.01.17
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αλβανόφωνος
|