αρβανίτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρβανίτικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααρβανίτικος, -η / -ια, -ο
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) που αναφέρεται στους Αλβανούς ή σχετίζεται με αυτούς
- ※ Η φωνή του κ. Παραδείση έσκισε απότομα τη σιγαλιά του αρβανίτικου χωριού. […] Είταν ένα χωριό μουσουλμανικό που τό 'λεγαν Βρανέστι, λίγες ώρες πριν από το Πόγραδετς
- Γιώργος Θεοτοκάς, Ασθενείς και οδοιπόροι τ. Α΄: «Ιερά Οδός» [1950/1966]. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 112012, ISBN 960-05-0824-0, σ. 29.
- ※ Η φωνή του κ. Παραδείση έσκισε απότομα τη σιγαλιά του αρβανίτικου χωριού. […] Είταν ένα χωριό μουσουλμανικό που τό 'λεγαν Βρανέστι, λίγες ώρες πριν από το Πόγραδετς
- (ειδικότερα) που αναφέρεται στους Αρβανίτες (κατοίκους της Ελλάδας) ή σχετίζεται με αυτούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρβανίτικος
|
Πηγές
επεξεργασία- αρβανίτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας