Αλγερινός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αλγερινός < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου αλγερινός[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /al.ʝe.ɾiˈnos/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αλ‐γε‐ρι‐νός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑλγερινός αρσενικό (θηλυκό Αλγερινή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Αλγερία ή έχει αλγερινή υπηκοότητα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αλγερινός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αλγερινός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας