Δείτε επίσης: Ἥφαιστος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ήφαιστος οι Ήφαιστοι
      γενική του Ήφαιστου
Ηφαίστου
των Ήφαιστων
Ηφαίστων
    αιτιατική τον Ήφαιστο τους Ήφαιστους
Ηφαίστους
     κλητική Ήφαιστε Ήφαιστοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈi.fe.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ή‐φαι‐στος

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
Ήφαιστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Ἥφαιστος < προελληνική [1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ήφαιστος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
Ήφαιστος < όνομα Ήφαιστος (θεός των αρχαίων Ελλήνων)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ήφαιστος αρσενικό (θηλυκό Ήφαιστου ή Ηφαίστου)

Μεταγραφές

επεξεργασία
  • Κατάλογος επωνύμων των Κυπρίων πολιτών, 31/12/1899 - 19/06/2016, Εθνική Διαδικτυακή Πύλη Ανοικτών Δεδομένων, Κυπριακή Δημοκρατία, CC-BY-4.0, ανακτήθηκε 6/10/2023 [1]