ηφαιστειώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.fe.stiˈo.ðis/
Επίθετο επεξεργασία
ηφαιστειώδης, -ης, -ες
- που μοιάζει με ηφαίστειο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ηφαίστειο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηφαιστειώδης