volcanique
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
volcanique | volcaniques |
Επίθετο
επεξεργασίαvolcanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ηφαιστειακός
- ηφαιστειώδης
- La région est volcanique. - Η περιοχή είναι ηφαιστειώδης.
- ηφαιστειογενής
- που έχει φλογερό, ορμητικό χαρακτήρα
- Tempérament volcanique. - Φλογερός/ορμητικός χαρακτήρας.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη volcan