ενικός         πληθυντικός  
volcanique volcaniques

  Επίθετο

επεξεργασία

volcanique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ηφαιστειακός
    Cendres volcaniques. - Ηφαιστειακές στάχτες.
    Eruption volcanique. - Ηφαιστειακή έκρηξη.
  2. ηφαιστειώδης
    La région est volcanique. - Η περιοχή είναι ηφαιστειώδης.
  3. ηφαιστειογενής
    Santorin est une île volcanique. - Η Σαντορίνη είναι ηφαιστειογενές νησί.
  4. που έχει φλογερό, ορμητικό χαρακτήρα
    Tempérament volcanique. - Φλογερός/ορμητικός χαρακτήρας.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη volcan