Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ολύμπιος η ολύμπια το ολύμπιο
      γενική του ολύμπιου της ολύμπιας του ολύμπιου
    αιτιατική τον ολύμπιο την ολύμπια το ολύμπιο
     κλητική ολύμπιε ολύμπια ολύμπιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ολύμπιοι οι ολύμπιες τα ολύμπια
      γενική των ολύμπιων των ολύμπιων των ολύμπιων
    αιτιατική τους ολύμπιους τις ολύμπιες τα ολύμπια
     κλητική ολύμπιοι ολύμπιες ολύμπια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολύμπιος < αρχαία ελληνική Ὀλύμπιος

  Επίθετο επεξεργασία

ολύμπιος, -α, -ο

  1. (για τους 12 θεούς της αρχαίας ελληνικής θρησκείας) που κατοικεί στον Όλυμπο
  2. που αναφέρεται ή ανήκει ή ταιριάζει στους 12 θεούς του Ολύμπου
    τον κοίταγε με ολύμπια αταραξία

  Μεταφράσεις επεξεργασία