ολύμπιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ολύμπιος | η | ολύμπια | το | ολύμπιο |
γενική | του | ολύμπιου | της | ολύμπιας | του | ολύμπιου |
αιτιατική | τον | ολύμπιο | την | ολύμπια | το | ολύμπιο |
κλητική | ολύμπιε | ολύμπια | ολύμπιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ολύμπιοι | οι | ολύμπιες | τα | ολύμπια |
γενική | των | ολύμπιων | των | ολύμπιων | των | ολύμπιων |
αιτιατική | τους | ολύμπιους | τις | ολύμπιες | τα | ολύμπια |
κλητική | ολύμπιοι | ολύμπιες | ολύμπια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ολύμπιος < αρχαία ελληνική Ὀλύμπιος