Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ηφαιστειακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ηφαιστειακ
ός
η
ηφαιστειακ
ή
το
ηφαιστειακ
ό
γενική
του
ηφαιστειακ
ού
της
ηφαιστειακ
ής
του
ηφαιστειακ
ού
αιτιατική
τον
ηφαιστειακ
ό
την
ηφαιστειακ
ή
το
ηφαιστειακ
ό
κλητική
ηφαιστειακ
έ
ηφαιστειακ
ή
ηφαιστειακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ηφαιστειακ
οί
οι
ηφαιστειακ
ές
τα
ηφαιστειακ
ά
γενική
των
ηφαιστειακ
ών
των
ηφαιστειακ
ών
των
ηφαιστειακ
ών
αιτιατική
τους
ηφαιστειακ
ούς
τις
ηφαιστειακ
ές
τα
ηφαιστειακ
ά
κλητική
ηφαιστειακ
οί
ηφαιστειακ
ές
ηφαιστειακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ηφαιστειακός
<
ηφαίστειο
+
-ακός
Επίθετο
επεξεργασία
ηφαιστειακός, -ή, -ό
σχετικός με το
ηφαίστειο
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ηφαίστειο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ηφαιστειακός
αγγλικά
:
volcanic
(en)
γαλλικά
:
volcanique
(fr)