Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ηφαιστειολόγος οι ηφαιστειολόγοι
      γενική του/της ηφαιστειολόγου των ηφαιστειολόγων
    αιτιατική τον/την ηφαιστειολόγο τους/τις ηφαιστειολόγους
     κλητική ηφαιστειολόγε ηφαιστειολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηφαιστειολόγος < ηφαίστει(ο) + -ο- + -λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηφαιστειολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα, γεωλογία) επιστήμονας που ειδικεύεται στην ηφαιστειολογία
    ※  [...] Μάλιστα, δύο ελληνικά ηφαίστεια, της Σαντορίνης και της Κω, βρίσκονται ανάμεσα σε αυτά που μπορεί να αποτελέσουν απειλή στο μέλλον. Τη σχετική προειδοποίηση απηύθυναν κορυφαίοι ηφαιστειολόγοι, οι οποίοι υπογράμμισαν ότι μια πολύ ισχυρή και καταστροφική έκρηξη ηφαιστείου «δεν είναι αδιανόητη». (* tovima.gr/science)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία