volcanologue
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
volcanologue | volcanologues |
Ουσιαστικό επεξεργασία
volcanologue (fr) και vulcanologue αρσενικό ή θηλυκό
- Maurice et Katia Krafft étaient deux volcanologues. - Ο Μορίς και η Κάτια Κραφτ ήταν δύο ηφαιστειολόγοι.
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη volcan