ενικός         πληθυντικός  
volcan volcans

Ουσιαστικό

επεξεργασία

volcan (fr) αρσενικό

  1. (γεωγραφία) το ηφαίστειο
  2. (μεταφορικά) λέγεται για μια απότομη και επικίνδυνη βιαιότητα που εμφανίζεται ή παραμένει κρυφή
      Il est assis sur un volcan.

Συγγενικά

επεξεργασία