écuyer
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- (1080) écuyer < παλαιά γαλλική escuier < δημώδης λατινική scutarius < λατινική scutum (ασπίδα)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | écuyer | écuyers |
θηλυκό | écuyère | écuyères |
écuyer (fr) αρσενικό
- (1636) ο ιπποκόμος
- Quel est l’écuyer qui tient ce manège ? - Ποιος ιπποκόμος είναι υπεύθυνος αυτού του ιππευτήριου;
- Écuyers de l’école de Saumur. - Ιπποκόμοι της σχολής του Saumur.
- Cet homme est bon écuyer : il monte bien à cheval, il sait bien mener, bien dresser un cheval.
- Αυτός ο άνθρωπος είναι καλός ιπποκόμος: ιππεύει καλά, ξέρει να οδηγεί και να εκπαιδεύει ένα άλογο.
- ιππέας, καβαλάρης σε δημόσιο θέαμα
- (ecuyer) υπηρέτης που ακολουθούσε και συνόδευε έναν ιππότη, που μετέφερε την ασπίδα του και τον βοηθούσε να πάρει τα όπλα και να φορέσει την πανοπλία του
- (ιστορία) τίτλος που έφεραν άλλοτε οι νεαροί μαθητευόμενοι μέχρι την τελετή με την οποία γινόντουσαν ιππότες (adoubement)
- (ιστορία) τίτλος που έφεραν άλλοτε, στη Γαλλία, οι νέοι ευγενείς. Αυτός ο χαρακτηρισμός συνηθίζεται ακόμη πολύ στην Αγγλία (squire)
- (1265) (ιστορία) ο υπεύθυνος του στάβλου ενός πρίγκιπα ή ενός μεγάλου φεουδάρχη, σταβλάρχης
- Le grand écuyer de France. - Ο Μέγας Σταβλάρχης της Γαλλίας.
- Le premier écuyer. - Ο πρώτος Σταβλάρχης.
- (ιστορία) αυτός που έδινε το χέρι σε μία πριγκίπισσα ή ευγενή κυρία για να την οδηγήσει. Ο όρος συνηθίζεται πλέον μόνο μιλώντας για μια βασίλισσα ή πριγκίπισσα
- (κατ’ επέκταση)
- Écuyer tranchant : αξιωματούχος που έκοβε το κρέας στο τραπέζι των βασιλιάδων και των πριγκίπων
- Écuyer de bouche, de cuisine : ο αρχιμάγειρας ενός πρίγκιπα ή ενός μεγάλου φεουδάρχη
Δείτε επίσης
επεξεργασία- écuyer στη γαλλική Βικιπαίδεια