ἀλέκτωρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ᾰ̓λεκτωρ-, ᾰ̓λεκτορ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ἀλέκτωρ | οἱ | ἀλέκτορες | |
γενική | τοῦ | ἀλέκτορος | τῶν | ἀλεκτόρων | |
δοτική | τῷ | ἀλέκτορῐ | τοῖς | ἀλέκτορσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ἀλέκτορᾰ | τοὺς | ἀλέκτορᾰς | |
κλητική ὦ! | ἀλέκτορ | ἀλέκτορες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλέκτορε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλεκτόροιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτήτωρ' όπως «ἀλέκτωρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- ἀλέκτωρ < θέμα ἀλεκ- (που συναντάμε στο ρήμα ἀλέξω αμύνομαι) + -τωρ, κυριολεκτική πιθανή σημασία «μαχητικός υπερασπιστής» (συγκρίνετε με το κοκορεύομαι), [1]
- Ήδη μυκηναικός πληθυντικός 𐀀𐀩𐀐𐀵𐀩 (a-re-ke-to-re, ἀλέκτορες)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ μεσαιωνικά ελληνικά: ἀλέκτορας ⇒ ποντιακά: αλέκτορας και Κρήτη, Πελοπόννησος, αλίκτορας (στην Κύπρο), αλέττορα/αλέστορα/αλέθτορα (κατωιταλικά)
Ουσιαστικό 1
επεξεργασίαἀλέκτωρ αρσενικό
- (πτηνό) κόκορας, πετεινός
- ※ Ἀμὴν λέγω σοι ὅτι σὺ σήμερον ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πρὶν ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. (Κατά Μάρκον, 14, 26-30)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- γενικά για τα πουλιά ὄρνις
Ετυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό 2
επεξεργασίαἀλέκτωρ αρσενικό
- άλλη μορφή του ἄλεκτρος, ο άγαμος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «αλέκτωρ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἀλέκτωρ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλέκτωρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.