Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοπρίτης οι κοπρίτες
      γενική του κοπρίτη των κοπριτών
    αιτιατική τον κοπρίτη τους κοπρίτες
     κλητική κοπρίτη κοπρίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπρίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοπρίτης < κόπρ(ος) + -ίτης [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /koˈpɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐πρί‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπρίτης αρσενικό

  1. αδέσποτος σκύλος
     συνώνυμα: κοπρόσκυλο
  2. (μεταφορικά, υβριστικό) άνθρωπος τεμπέλης και αργόσχολος
     συνώνυμα: χαραμοφάης
    (θηλυκό κοπρίτισσα)

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοπρίτης < κόπρ(ος) + -ίτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοπρίτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία