χαραμοφάης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xa.ɾa.moˈfa.is/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαραμοφάης αρσενικό (θηλυκό: χαραμοφάισσα)
Συνώνυμα
επεξεργασία- αχαΐρευτος
- κοπρόσκυλο
- τεμπέλης
- τεμπελχανάς
- τεμπελόσκυλο
- χαμένο κορμί
- παράσιτο της κοινωνίας
- χαραμοφάγος, χαραμοφάος, χαραμοφάς