χαραμοφάγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαχαραμοφάγος, -ος/-α, -ο (& χαραμοφάος & χαραμοφάης & χαραμοφάς)
- ο χαραμοφάης, που τρώει το ψωμί χαράμι, χωρίς να δουλεύει για αυτό, χωρίς να κάνει τίποτα για να το κερδίσει, που ζει παρασιτικά ενώ μπορεί να προσφέρει
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χαραμοφάγος
|