ιδεοληψία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ιδεοληψία (μαρτυρείται από το 1897)[1]< ιδεο- + -ληψία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική obsession)[2]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαιδεοληψία θηλυκό
- (ψυχολογία, ψυχιατρική) η ακούσια εμφάνιση και επιβολή στη συνείδηση κάποιου επίμονων ιδεών ή συναίσθημάτων (κάποτε αδιάφορων και κάποτε -πολύ- ενοχλητικών για τον πάσχοντα ή τους γύρω του)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ιδέα και λαμβάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ιδεοληψία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 482, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ ιδεοληψία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας