ενικός         πληθυντικός  
obsession obsessions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

obsession (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έμμονη ιδέα, η ιδεοληψία, η κατάσταση κατά την οποία το μυαλό ενός ατόμου είναι πλήρως γεμάτο με σκέψεις για ένα συγκεκριμένο πράγμα ή άτομο με τρόπο που δεν είναι λογικός ή φυσιολογικός
      Death is an obsession with him.
    Ο θάνατός του έχει γίνει έμμονη ιδέα.
      I have an obsession with the fear of unemployment.
    Μου έχει γίνει έμμονη ιδέα φόβος της ανεργίας.
  2. η μανία, ο πάθος, έντονη αγάπη κάποιου για κάτι με αποτέλεσμα να το επιδιώκει ή να ασχολείται υπερβολικά με αυτό
      He has an obsession with music/cleanliness.
    Έχει μανία για τη μουσική/την καθαριότητα.
      He can’t be cured of his obsession.
    Δεν μπορεί να γιατρευτεί από το πάθος του.

Ουσιαστικό

επεξεργασία