ενικός         πληθυντικός  
obsession obsessions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obsession (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έμμονη ιδέα, ο πάθος, η κατάσταση κατά την οποία το μυαλό ενός ατόμου είναι πλήρως γεμάτο με σκέψεις για ένα συγκεκριμένο πράγμα ή άτομο με τρόπο που δεν είναι λογικός ή φυσιολογικός
    ⮡  Death is an obsession with him.
    Ο θάνατός του έχει γίνει έμμονη ιδέα.
    ⮡  I have an obsession with the fear of unemployment.
    Μου έχει γίνει έμμονη ιδέα ο φόβος της ανεργίας.
    ⮡  He can’t be cured of his obsession.
    Δεν μπορεί να γιατρευτεί από το πάθος του.
  2. ιδεοληψία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obsession (fr) θηλυκό