obsession
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
obsession | obsessions |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
obsession (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έμμονη ιδέα, η ιδεοληψία, η κατάσταση κατά την οποία το μυαλό ενός ατόμου είναι πλήρως γεμάτο με σκέψεις για ένα συγκεκριμένο πράγμα ή άτομο με τρόπο που δεν είναι λογικός ή φυσιολογικός
- ⮡ Death is an obsession with him.
- Ο θάνατός του έχει γίνει έμμονη ιδέα.
- ⮡ I have an obsession with the fear of unemployment.
- Μου έχει γίνει έμμονη ιδέα φόβος της ανεργίας.
- ⮡ Death is an obsession with him.
- η μανία, ο πάθος, έντονη αγάπη κάποιου για κάτι με αποτέλεσμα να το επιδιώκει ή να ασχολείται υπερβολικά με αυτό
- ⮡ He has an obsession with music/cleanliness.
- Έχει μανία για τη μουσική/την καθαριότητα.
- ⮡ He can’t be cured of his obsession.
- Δεν μπορεί να γιατρευτεί από το πάθος του.
- ⮡ He has an obsession with music/cleanliness.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
obsession (fr) θηλυκό
- η ιδεοληψία, o ψυχαναγκασμός, η εμμονή