obsession
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
obsession | obsessions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαobsession (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έμμονη ιδέα, ο πάθος, η κατάσταση κατά την οποία το μυαλό ενός ατόμου είναι πλήρως γεμάτο με σκέψεις για ένα συγκεκριμένο πράγμα ή άτομο με τρόπο που δεν είναι λογικός ή φυσιολογικός
- ⮡ Death is an obsession with him.
- Ο θάνατός του έχει γίνει έμμονη ιδέα.
- ⮡ I have an obsession with the fear of unemployment.
- Μου έχει γίνει έμμονη ιδέα ο φόβος της ανεργίας.
- ⮡ He can’t be cured of his obsession.
- Δεν μπορεί να γιατρευτεί από το πάθος του.
- ⮡ Death is an obsession with him.
- ιδεοληψία
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαobsession (fr) θηλυκό
- η ιδεοληψία, o ψυχαναγκασμός