Ετυμολογία

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός vintage
συγκριτικός more vintage
υπερθετικός most vintage

vintage (en)

  1. που σχετίζεται με το έτος παραγωγής κρασιού
  2. που είναι κλασικής αισθητικής και υψηλής ποιότητας

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
vintage vintages

vintage (en)

  1. (οινολογία) η χρονιά εσοδείας ή παραγωγής κρασιού
  2. (γενικότερα) το έτος ή ο τόπος παραγωγής
ενεστώτας vintage
γ΄ ενικό ενεστώτα vintages
αόριστος vintaged
παθητική μετοχή vintaged
ενεργητική μετοχή vintaging

vintage (en)

  1. τρυγώ σταφύλια
  2. παράγω κρασί

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
vintage < (άμεσο δάνειο) αγγλική vintage < με απώτατη αρχή τη λατινική vīndēmia (τρύγος)
ΔΦΑ : /vɛ̃ˈtaʒ/ (μεταγραφή: βεντάζ)
ΔΦΑ : /ˈvɪn.tɪdʒ/ (αγγλισμός δείτε τη λέξη vintage)

vintage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία

vintage (fr)

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • Για την αγγλική σημασία «έτος παραγωγής οίνου»  δείτε  millésime (fr)
  • rétro