Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔρνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔρνος (ουδέτερο) με μεταπλασμό σε αρσενικό κατά τα αρσενικά ουσιαστικά σε -ος.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔρνος αρσενικό

  1. βλαστάρι, βλαστός
  2. (μεταφορικά) τέκνο, απόγονος
    ※  12ος αιώνας Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης Λόγος Έβδομος, στίχ.2 (1-4) επιμ.Émile Legrand, 1872, χφ Grottaferrata
    Βασίλειος ὁ θαυμαστὸς καὶ Διγενὴς Ἀκρίτης,
    τῶν Καππαδόκων ὁ τερπνὸς καὶ πανευθαλὴς ἔρνος,
    ὁ τῆς ἀνδρείας στέφανος, ἡ κεφαλὴ τῆς τόλμης,
    πάντων τῶν νέων ὁ τερπνὸς καὶ παγκάλλιστος κόσμος
    ※  12ος αιώνας Ανωνύμου, Διγενής Ακρίτης, [1] Jeffreys, Elizabeth, Digenis Akritis: The Grottaferrata and Escorial Versions - Cambridge Medieval Classics, vol.7, Cambridge University Press, 1998
    Ἐν τῷ κάλλει ἀμήχανον τὴν φαιδρότητα εἶχεν,
    ἐξ ὀφθαλμῶν ἀπόρρητον ἀνέπεμπε τὴν χάριν,
    ἔρνος ὥσπερ εὐθέατον τὴν ἡλικίαν ἔχων
    καὶ θέλγει πάντων τάς ψυχάς, εἰκὼν καθάπερ ἔμπνους.

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἔρνος τὰ ἔρνη - ἔρνε
      γενική τοῦ ἔρνους - ἔρνεος τῶν ἐρνῶν - ἐρνέων
      δοτική τῷ ἔρνει - ἔρνεῐ̈ τοῖς ἔρνεσ(ν)
    αιτιατική τὸ ἔρνος τὰ ἔρνη - ἔρνεα
     κλητική ! ἔρνος ἔρνη - ἔρνεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἔρνει - ἔρνεε
γεν-δοτ τοῖν  ἐρνοῖν - ἐρνέοιν
Απαντούν οι τύποι ἔρνος ἔρνει, ἔρνεσι(ν), ἔρνεα
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἔρνος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἔρνος, -εος ουδέτερο

  1. νεαρό βλαστάρι
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 437 (436-437)
    υἱὸν ἐπεί μοι δῶκε γενέσθαι τε τραφέμεν τε, | ἔξοχον ἡρώων· ὁ δ᾽ ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος·
    έναν υιόν μ᾽ αξίωσε να λάβω και να θρέψω | στους ήρωας ασύγκριτον και ωσάν βλαστάρι κήπου·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 163 (162-163)
    Δήλῳ δή ποτε τοῖον Ἀπόλλωνος παρὰ βωμῷ | φοίνικος νέον ἔρνος ἀνερχόμενον ἐνόησα·
    Ω ναι, κάποτε και στη Δήλο, πλάι στον βωμό του Απόλλωνα, | μπροστά στα μάτια μου, ένα βλαστάρι φοινικιάς το είδα να ψηλώνει
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 1213 (1211-1214)
    ἐπεὶ δὲ θρήνων καὶ γόων ἐπαύσατο, | χρῄζων γεραιὸν ἐξαναστῆσαι δέμας | προσείχεθ᾽ ὥστε κισσὸς ἔρνεσιν δάφνης | λεπτοῖσι πέπλοις,
    Όταν έναν καιρό έπαψε να θρηνεί και να οδύρεται | και θέλησε να ορθώσει το γερασμένο του κορμί, | έμενε κολλημένος απάνω στον λεπτό πέπλο | όπως ο κισσός στα κλωνάρια της δάφνης.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr
  2. (στον πληθυντικό) στεφάνια που φορούσαν οι νικητές στους αγώνες
  3. (για το μήλο της Έριδος) καρπός
  4. (μεταφορικά) (για παιδιά) απόγονος, βλαστάρι
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Βακχυλίδης, Επίνικοι, 5.86-5.88
    τίς ἀθανάτων | ἢ βροτῶν τοιοῦτον ἔρνος | θρέψεν ἐν ποίᾳ χθονί;
    Σαν ποιός απ᾽ τους αθάνατους | ή απ᾽ τους θνητούς εσένα, τέτοιο βλαστάρι, | σ᾽ έθρεψε; ποιά χώρα;
    Μετάφραση (2012): Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, στίχ. 1108
    ΟΙ. ὦ φίλτατ᾽ ἔρνη. ΑΝ. τῷ τεκόντι πᾶν φίλον.
    ΟΙ. Βλαστάρια αγαπημένα μου. ΑΝ. Κάθε παιδί αγαπημένο του πατέρα του.
    Μετάφραση (2004): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Αθήνα: ΜΙΕΤ @greek‑language.gr
  5. το νησί της Δήλου επειδή αναδύθηκε από τη θάλασσα σαν βλαστάρι

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία