ὄρπηξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ὄρπηκ- | |||||
ονομαστική | ὁ | ὄρπηξ | οἱ | ὄρπηκες | |
γενική | τοῦ | ὄρπηκος | τῶν | ὀρπήκων | |
δοτική | τῷ | ὄρπηκῐ | τοῖς | ὄρπηξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | ὄρπηκᾰ | τοὺς | ὄρπηκᾰς | |
κλητική ὦ! | ὄρπηξ | ὄρπηκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ὄρπηκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ὀρπήκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ὄρπηξ < → λείπει η ετυμολογία + κατάληξη -ηξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὄρπηξ, -ηκος αρσενικό
- δενδρύλλιο, νεόφυτο δέντρο, βλαστάρι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 38 (37-38)
- ὁ δ᾽ ἐρινεὸν ὀξέϊ χαλκῷ | τάμνε νέους ὄρπηκας, ἵν᾽ ἅρματος ἄντυγες εἶεν·
- εκεί που μιας αγριοσυκιάς | τα τρυφερά βλαστάρια σκεπάρνιζε, της άμαξας πλευρά να τα μορφώσει.
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- ὁ δ᾽ ἐρινεὸν ὀξέϊ χαλκῷ | τάμνε νέους ὄρπηκας, ἵν᾽ ἅρματος ἄντυγες εἶεν·
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 21 (Φ. Μάχη παραποτάμιος.), στίχ. 38 (37-38)
- μαστίγιο, βουκέντρα
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 468 (465-469)
- Εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ᾽ ἁγνῇ | ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν, | ἀρχόμενος τὰ πρῶτ᾽ ἀρότου, ὅτ᾽ ἂν ἄκρον ἐχέτλης | χειρὶ λαβὼν ὅρπηκι βοῶν ἐπὶ νῶτον ἵκηαι | ἔνδρυον ἑλκόντων μεσάβῳ.
- Ευχήσου στο Χθόνιο Δία και την αγνή τη Δήμητρα | ώριμο να βαραίνει της Δήμητρας το ιερό σιτάρι, | μόλις αρχίσεις τ᾽ όργωμα, όταν την άκρη της λαβής του αρότρου | πιάνεις με το χέρι και τη βουκέντρα στα νώτα κατεβάζεις των βοδιών, | καθώς τραβάν με το ζυγόλουρο τον δρύινο πάσσαλο.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- Εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ᾽ ἁγνῇ | ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν, | ἀρχόμενος τὰ πρῶτ᾽ ἀρότου, ὅτ᾽ ἂν ἄκρον ἐχέτλης | χειρὶ λαβὼν ὅρπηκι βοῶν ἐπὶ νῶτον ἵκηαι | ἔνδρυον ἑλκόντων μεσάβῳ.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 468 (465-469)
- (μεταφορικά) (για παιδιά) απόγονος, βλαστάρι
Άλλες μορφές
επεξεργασία- αττικός τύπος : ὅρπηξ
- αιολικός και δωρικός τύπος : ὄρπαξ
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ὄρπηξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὄρπηξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.